- συμπυροβολισμός
- ο, Νταυτόχρονη βολή πυροβόλων όπλων.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + πυροβολισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Ν. Κ. Γουλιμή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπυροβόληση — η, Ν συμπυροβολισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πυροβόληση. Η λ., στον λόγιο τ. συμπυροβόλησις, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek